- πέρθω
- Α(ποιητ. τ.)1. (σχετικά με πόλεις) ερημώνω, αφανίζω και, κυρίως, καταλαμβάνω επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν», Ομ. Οδ.)2. (σχετικά με πρόσ.) θανατώνω3. μτφ. (για τον έρωτα ή τη φωτιά) βλάπτω ή προκαλώ συμφορές («πέρθοντα καὶ διὰ πάσας ἰόντα συμφορᾱς θνατοῑς», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. μάλλον ινδοευρωπαϊκής προέλευσης αλλά άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρ. με αρχ. ινδ. baradhaka«ξυλοκόπος», όπως και με τη ρίζα τού φάραγξ δεν θεωρείται πιθανή. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. πορθ- ανάγεται το ρ. πορθῶ].
Dictionary of Greek. 2013.